Mind Games
–“Γειά σας! Θα ήθελα ένα Φραπέ Γλυκό με Γάλα…”
–“Μεγάλα ΔΕΝ τα λες, αλλά τα έχω ξυρίσει και – από μακριά- δημιουργώ εντυπώσεις…! Μισό λεπτό να τα βουτήξω στο ρόφημα, να πάρει γεύση…”
–“Μα…τι κάνετε εκεί, Κύριέ μου…”
–“ΤονΕ χώνω στην Καφείνη! Κα-Πουτσίνο!”
–“Απαράδεκτο! Πως μου μιλάτε έτσι…?”
–“Δε μιλάω σε εσάς… Για την Κα Σούλα απέναντι λέω….”
–“Έχει Πουτσίνο η Κα Σούλα Απέναντι?”
–“Ε,έπαιρνε κάτι αναβολικά παλιά…. Ήταν και η γιαγιά της γυμνάστρια από την Πρώην Ανατολική Γερμανία…Αλλά όλα καλά… Στ’ αρχίδια της…”
–“Και με το Φραπέ μου, τί θα γίνει?”
–“Έβαλα παγάκια και μου συρρικνωνονται… Θα σας πείραζε να είναι με Πρώην-Μεγάλα…?”
–“ΓΑΛΑ, κύριέ μου, όχι ΜΕΓΑΛΑ!”
–“Ε, από αυτό σας βάζω… Γεννόσημο του Βασιλόπουλου…”
–“Παρδόν..?”
–“Του-Πουλιού-Το-Γάλα….”
–“Ποιό Πουλί, Κύριέ μου…?”
–“Το δικό μου πρέπει να είναι λογικά… Έχει μια ελιά στην άκρη για να το αναγνωρίζω…”
–“Τι ελιά…?”
–“Θρούμπα! Έκανα Πικ-Νικ γυμνός εχθές και βιαζόμουν… ο Πικ ήρθε… Για το Νικ ανησυχούσα, αλλά ήταν που δεν έβρισκε να παρκάρει…”
–“Ένα ΚΑΦΕ θέλω, Κύριέ μου!!!”
–“Ο Νικ είναι Ασπρουλιάρης, αλλά άμα θέλετε μπορώ να του πω να πασαλειφτεί με Μερέντα να σκουρήνει…”
–“ΡΕ! ΚΑΦΕ!!! Ηδύποτο!!!”
–“Μα είναι ήδη Ποτό! Εκτός κι αν τον θέλετε σε κόκκους… Να σας τονΕ καβουρδίσω μια…?”
–“Μα, τι λέτε…?”
–“ΤονΕ ψήνετε συχνά?”
–“ΠοιόνανΕ?”
–“ΑΥΤΟΝΑΝΕ!!! Ένα-ΜηδένανΕ!”
–“Μα δεν πάει…”
–“Τελικά κύριέ μου, τι να σας προσφέρω…?”
–“Για καφέ ήρθα… Τελικά θέλω Ιμάμ Μπαιλντί!”
–“Από Τούρκικα, μόνο το “Γλου-Γλου” ξέρω κι αυτό επειδή παλιότερα είχα γκόμενα μια γαλοπούλα και είχαμε Τεράστια Προβήματα Επικοινωνίας…”
–“Δεν την καταλαβαίνατε όταν μιλούσε?”
–“Όχι…απλά δεν είχε καλό σήμα στο χωριό της… ήταν σχέση εξ αποστάσεως…”
–“και σεξουαλικά πως την παλέυατε…?”
–“Ήταν σχέση εξ ΑποΣτύσεως…”
Σ΄ένα ευχητήριο ταμείο ήρθε επιτέλους ο λογαριασμός, με μια Απόδειξη που είχε όνομα αντί για αριθμό, γυμνή από ποσό, γεμάτη από “Πόσο”. Κι όταν έπρεπε να πληρωθεί μια “Καλημέρα” σε 2 ξένα χείλη, όταν θυμήθηκες ν’ αδειάσεις από τις τσέπες σου τα φυλαγμένα Ακριβά Τιμαλφή σου, όταν το Πανηγύρι γύρω σου εξαφανίστηκε γιατί σε χόρτασε πια να πουλάς Οικεία στους πάγκους του, ήταν τότε που ο Φόβος (σε) νίκησε με τρόπο Καινούριο. Έτρεξε μακριά, τρομαγμένος ο ίδιος από τον εαυτό του. Στο πλουμιστό του Πανωφόρι, ξέχασε να κρύψειτα μπαλώματα από τις Σκέψεις που έβγαλαν νύχια και το έσκισαν. Στην κακή του τη ματιά, ξέχασε να κρύψει τις χαρακιές που έσκαβε ένα χαμόγελο από κάτω της, στα μάγουλά του. Στο μαυρισμένο του Σκοπό, ξέχασε να θυμηθεί πως ο ίδιος δεν είναι Τερματισμός, αλλά αιτία.
κάπου μακριά, μια πόλη ολόκληρη ντύθηκε τα φώτα της τα βραδυνά, να σου θυμίσει οτι είσαι Μικρός, Ανάμεσος ανάμεσα σε Πολλούς, μια Ιστορία ολόκληρη δική σου που την έκανε απλή παράγραφο, μην πεταχτούν τα λόγια σου θεριεμένα και καλύψουν στα γραπτά τα δικά της τα φώτα της τα Φανταχτερά. Ένα αποκαμωμένο Διαόλι μέσα σου που φωνάζει βραχνιασμένο “Εμπρός” στα πόδια του που ήξεραν βήματα μόνο προς τα πίσω. Ένα αποκαμωμένο Διαόλι που σβήνει τα φώτα συνεχώς, με την Ελπίδα πως κάποιος διακόπτης θα βρεθεί χαλασμένος και δεν θα τον υπακούσει.
Από το βάθος, θεριεύει μια φωνή που φώναζε για να ακούει μονάχα τον εαυτό της και να έχει Παρέα. Κάπου στο βάθος, ένα κελί που δε γνώρισε ποτέ του Κρατούμενο, μονολογεί πως το μόνο που φυλάκισε ποτέ ήταν Σκοτάδια. Άγραφες λέξεις σε χαρτιά Λευκά, ψάχνουν στόματα να τις προφέρουν ανάμεσα σε Τυφλούς γραμματιζούμενους που δεν θα μπορέσουν ποτέ τους να τις πρωτοδιαβάσουν. Ανάσα και Θέλω μαζί, πλημμυρίζουν πνευμόνια που γεννήθηκαν Άδεια και με Πρέπει, ένας μικρός πόλεμος σε κάθε αναπνοή απ΄όσα ξέρεις χωρίς να θέλησες να μάθεις.
Είναι ο Δρόμος Σκοτεινός, ή τα Μάτια που σε οδηγούν Κλειστά?
Είναι οι Απαντήσεις Άγνωστες, ή σου έλειψαν απλά οι Ερωτήσεις?
Είναι οι Στιγμές που έστηυσαν φασαριόζες το χορό τους γύρω σου, ή που είχες τρομάξει με ην Ησυχία τους όσο ξεκούραζαν τα πόδια τους?
Ένα Αποκαμωμένο Διαόλι, κρυμμένο στα σκοτάδια ενός κελιού που δε γνώρισε ποτέ του Κρατούμενο, φοβάται την πόρτα την Ανοικτή και βραχνιασμένο της ουρλιάζει να κλείσει. Τρομαγμένο, διπλώνεται στο ξεχασμένο πανωφόρι ενός Φόβου που τον έμαθε μονάχα από Ιστορίες, τυλίγεται για να ζεσταθεί, μα τα ξέφτια που άφησαν οι Σκέψεις πίσω τους όταν το έσκισαν με τα νύχια τους, δεν εμποδίζουν το κρύο από το να μπεί μέσα. Το εμποδίζουν απλά να βγεί.
Κάπου μακριά, μια Πόλη ολόκληρη ντύθηκε τα Φώτα της τα Βραδυνά, μα όσα κι αν φορέσει πάλι γυμνή σου μοιάζει. Όσο κι αν ντραπεί, δεν έχεις τίποτα να της δώσεις να φορέσει. Οι νυχιές στο σκοτεινό σου το Πανωφόρι το έχουν αφήσει σχεδόν Διάφανο.
–“Μωρό μου, σου άρεσαν τα Παπουτσάκια που σου μαγειρεψα?”
–“Ω μα ναι, Πολύ! Απλά αυτός που τα φορούσε πριν πρέπει να ήταν βρωμοπάτουχας και είχαν ένα Εσάνς Φτέρνας…”
–“Μα, τι άλλο να κάνω για να είσαι Ευχαριστημένος πια…?”
–“Ξέρω ‘γω? Να μου τα μαγειρέψεις Αφόρετα?”
–“Δε μ’ αγαπάς πια….”
–“Μα πως??? 4 ποδαρίλες έφαγα για να μην αισθανθείς άσχημα…”
–“Όχι.. όχι… Δε μ’ αγαπάς σου λέω…!”
–“Ρε μωρό μου, ματσουλίζω ποδοπαρανυχίδες για εσένα… Τι άλλο να κάνω…?”
–“να μου πεις πόσο σέξυ είναι ο κώλος μου!”
–“Ολόκληρος….?”
–“να μου πεις πόσο στητό είναι το στήθος μου…”
–“Μα το πατάς και δεν το βλέπω…”
–“Να μου πείς πόσο καλά μαγειρεύω!!!”
–“Μα, μου μαγείρεψες ΣΠΟΡΤΕΞ!!!”
–“Ε, άντε γαμήσου τότε….”
–“Α…και θ’ αλλάξει η Γεύση?”