Σχήμα Προθύστερο…!
Έχουν ένα μυστικό τα Παραμύθια. Δεν τελειώνουν ποτέ. Απλά σταματούν για λίγο κάθε φορά που διακόπτουμε τη διήγησή τους, μέχρι να έρθει πάλι η ώρα να ξεκινήσουν. Τα Λόγια μπορεί να τα ξαναρχίσουν από την αρχή, μα εκείνα απλά θα συνεχίσουν το δρόμο τους. Άλλωστε οι λέξεις έχουν μέσα τους Παραμύθια κρυμένα μεγάλα αν τις βάλεις στη σωστή σειρά, ένα πάζλ από έναν κόσμο άλλο στην άκρη της γλώσσας όποιου τα θυμάται. Κι αν στο τέλος τους μάθαμε συνήθως να κοιμόμαστε, είναι επειδή αν η Διαδρομή τους σε βρει ξύπνιο, τότε κανένας δικός σου Ύπνος δεν θα μπορέσει πια να τα κοιμήσει. Τα ζωντανά Παραμύθια τα φοβόμαστε γιατί έχουμε μάθει να τα κάνουμε Όνειρα και Λέξεις και Εικόνες μπας και τα δούμε. Είναι η Αντίστροφη Διαδρομή, όμως, που τα Ζωντανεύει. Η Δική τους Διαδρομή. Ένα παραμύθι που Μιλάει λέξεις, που Φτιάχνει εικόνες για να χωρέσει τον εαυτό του, που Διώχνει τα όνειρα μονάχα όταν έρχεται ο Ύπνος απλά για να του κάνει χώρο.
Ένα παλιό φθαρμένο παγκάκι, φίλος παλιός από τότε που οι μπογιές του λαμποκοπούσαν, είναι το μόνο που τον ακούει να φωνάζει στις Σκέψεις του τις Σιωπηλές να μην τύχει και πάνε μακριά του και τις χάσει. Κάθε ανάσα του ένα τσούρμο αναμνήσεις που παίζουν με το πρόσωπό του, πότε του σηκώνουν τα φρύδια, πότε του τραβάνε τα χείλη να ζωγραφίσουν χαμόγελο, πότε τον σοβαρεύουν γιατί τα χρόνια του κάνουν χαβαλέ πως ίσως τις ξεχάσουν. Το δεξί του χέρι κάποτε ζωγράφιζε κόσμους ολόκληρους και μετά τον φώναζε να τους ζήσουν. Κάποτε λέρωνε χαρτιά με μελάνι τόσο δυνατό που έφερνε κοντά του ό,τι του έλειπε. Κάποτε έφτιαχνε κάγκελα σκοτεινόχρωμα σε σελίδες λευκές και φυλάκιζε εκεί μαυρίλες να τις ξορκίσουν μετά τα μάτια του όταν τις ξαναντικρύσουν. Ήταν φορές που στην άκρη από τα δάκτυλά του έφταναν δρόμοι μακρινοί, κάτι σοκάκια σκοτεινά από έναν Χάρτη που δεν τον ήθελε ποτέ μέσα στο κεφάλι του. Πάει καιρός που δεν δουλεύει πια. Πάει καιρός που ο γιατρός του είπε για έναν “Τένοντα” που παραιτήθηκε. “Στην ηλικία μου, γιατρέ, άν τον Τέντωνα ακόμα, θα ήταν θαύμα”, απάντησε, αλλά ο γιατρός είχε μονάχα μια συναγή για χάπια και καθόλου χιούμορ.
Έπειτα έφυγε η Φωνή του. Έσβησε ένα πρωινό, χαμήλωσε, δεν ήθελε πια να κουβαλάει τις λέξεις που την φόρτωνε. Συνέχιζαν αυτές να χοροπηδάνε μέσα στο κεφάλι του, έψαχναν το χέρι του να τις πάει βόλτα, τη φωνή του να κάνουν τη ρυθμική τους παρέλαση επάνω της, μα ο Τένοντας και η Σιωπή τους χάλασαν τα σχέδια. Κι όσο εκείνες διαμαρτύρονταν, όσο έψαχναν το δρόμο που είχαν βρει όλες οι προηγούμενες, εκείνος ερχόταν κάθε φορά σε αυτό το παλιό φθαρμένο παγκάκι, όχι για να τις Προφέρει, όχι για να τις Γράψει, απλά να τις Χαρεί. Κι έτσι, τις άφηνε ελεύθερες να φωνάζουν και να παίζουν γύρω του όσο θέλουν, χωρίς τέλος στη διαδρομή τους, ένα παιχνίδι σαν το Κρυφτό μα χωρίς να σε ψάχνει κανείς. “Παραισθήσεις”, είπε ο άλλος ο γιατρός. “Πάρε Εσύ, εγώ έχω τις δικές μου”, του απάντησε, μα κι αυτός ο γιατρός είχε μονάχα χάπια και καθόλου χιούμορ.
Κι όλο και περισσότερο ο κόσμος ο έξω άρχισε να απομακρύνεται από τον δικό του. Κάθε μέρα τόσο φτιαγμένος Ίδιος για Ίδιους που δεν τον χωρούσε πια, τον έπνιγε. Την Σιωπή την ήξερε από τις ημέρες τις παλιές που μπορούσε να Φωνάζει όσο ήθελε. Φίλη του, με τις παραξενιές και τις στριμμάδες της, αλλά με ένα μάθημα μεγάλο αν τυχόν σε συμπαθούσε. Μπορούσε να φορτωθεί Όλες τις λέξεις σου μαζί μεμιάς. Μπορούσε να ενώσει το πάζλ σου σε ένα και μοναδικό κομμάτι που δεν θα ξαναδιαλυόταν ποτέ. Το χέρι του το δεξί με τον παραιτηθέντα τένοντα του το είπανε Νεκρό, μα άφησε τόσα πολλά να ζήσουν από την άκρη των δακτύλων του που δεν χρειάζεται πια να κουνιέται για να έχει σημασία. Οι Παραισθήσεις του, ένα παράθυρο στον κόσμο τον δικό του, μια βουτιά μεγάλη σε ένα μέρος που τα σύννεφα παίρνουν συνέχεια μορφές και σου φωνάζουν να τις προλάβεις όλες.
Ένα παλιό φθαρμένο παγκάκι για να ξεκουράζει τα πόδια του όσο συνεχίζει να Περπατάει το Όνειρό του. Λεύτερες Αναμνήσεις που τον χρειάζονται πια μονάχα για να κουρνιάσουν αποκαμωμένες από τις μεγάλες βόλτες τους. Δεν μπορεί να γράψει πια, αλλά έγιναν οι Λέξεις φίλες του καλές με τα χρόνια, πλέον κάθονται γύρω του στο παγκάκι και το κάνουν να ξαναλαμπυρίζει ώρες ώρες. Δεν μπορεί να ζωγραφίσει πια, μα το Παραμύθι του δεν έχει πλέον ανάγκη να παλεύει με το λευκό του χαρτιού για να ζωντανέψει. Τον πήρε από το χέρι και τον έβαλε στην κοινή τους Ζωγραφιά. Κι όταν θέλει ν’ αλλάξει κάτι, απλά κοιτά στα σύννεφά της κι αυτά παίρνουν το σχήμα που θέλει. Δεν μπορεί να μιλήσει πια, μα μια παράξενη Ηχώ από γέλια του παίζει μουσική όταν πάει να θυμηθεί. Γέλια που τα ξαμόλησε και πήγαν και φτιασίδωσαν πρόσωπα πολλά, χαρούμενα που κατάφεραν να δώσουν εντολή σε μυαλά ξένα να χαρακώσουν ευχάριστες στιγμές στα πρόσωπα που διαφέντευαν. Μικρά παράσημα, μικρές στιγμές δικής του Περηφάνιας, ήταν τέτοιες στιγμές που το παλιό φθαρμένο παγκάκι έμοιαζε να μην μπορεί να τα χωρέσει όλα επάνω του. Μα γίνονταν κι εκείνα σύννεφα και ο ουρανός τους καθρέπτης με στημένο έναν τεράστιο χορό επάνω του.
Το δικό του Παραμύθι που δεν το τέλειωσε κανείς. Είδε Τέρατα που είχε μέσα του να χάνουν από μια μονάχα μικρή λέξη. Είδε φυλακές ν’ ανοίγουν με λίγο μελάνι για αντικλείδι. Είδε στόματα Ελάχιστα και Ξεχωριστά να προφέρουν σωστά το όνομά του. Είδε μάτια που καθρέφτιζαν λιβάδια να ζωντανεύουν πίσω τους παραμύθια. Eίδε τα διαόλια μέσα του να ντύνονται με τα καλά τους τις ημέρες που συνθηκολογούσαν. Είδε γέλια να κόβουν Ανάσες. Είδε Στιγμές Γεμάτες να κλείνονται στο κουκούλι τους για να ξαναξυπνήσουν σαν Αναμνήσεις. Είδε Γιατρούς κάθε είδους να προτείνουν Χάπια για ότι δεν μπορούσαν οι ίδιοι να καταλάβουν.
Το Δικο του Παραμύθι.
Η Δική του Σιωπή.
Το παλιό φθαρμένο παγκάκι που σήκωνε επάνω του έναν Κόσμο Ολόκληρο.